Ματιές στην Κύπρο του σήμερα…

Ένα κομμάτι χαρτί…

Ένα κομμάτι χαρτί κρεμασμένο στο συρματόπλεγμα. Ένα κομμάτι χαρτί ποτισμένο με μελάνι. Ένα κομμάτι χαρτί που με την πρώτη βροχή θα λιώσει και θα πέσει πάνω στην άμμο σε κομμάτια και ο αέρας θα τα σκορπίσει στα νερά της Αμμοχώστου. Και θα χαθούν. Μαζί τους θα χαθούν και οι λέξεις που είναι γραμμένες στο χαρτί. Μαζί με τις λέξεις και τα συναισθήματα; Πόνος, οργή, αγανάκτηση. Ποιανού τα χέρια σχημάτισαν τα γράμματα αυτών των λέξεων; Ποιός ξέχασε τη ψυχή του στην έρημη πόλη φεύγοντας; Την ξέχασε ή του την πήρανε; Τι άλλο του πήρανε; Το σπίτι; Τον γονιό; Το παιδί; Ποιοί; Και με ποιό δικαίωμα; Πώς βγαίνει η ψυχή ενός ανθρώπου και μένει στους νεκρούς δρόμους μιας πόλης; Τι κάνει μια ψυχή σε αυτή την πόλη; Τι να βλέπει άραγε; Ποιός ξέρει; Κανείς. Κανείς από εμάς που στεκόμαστε έξω και κοιτάμε μέσα από τα συρματοπλέγματα. Μισοκλείνουμε τα μάτια μήπως καταφέρουμε να διακρίνουμε κάτι. Μάταια. Είναι πολύ μακρυά. Έτσι λένε τα μάτια μας. Η ψυχή μας μήπως λέει ότι είναι πάρα πολύ κοντά; Αν απλώσεις το χέρι θα πιάσεις τον αέρα αυτής της πόλης. Κι αν το φέρεις κοντά στην καρδιά σου και το ανοίξεις θα έχει μέσα αλμύρα από την θάλασσα και χρυσάφι από την άμμο. Θα έχει γέλια από παιδιά και φωνές από γυναίκες. Όχι μόνο φωνές χαράς αλλά και φωνές λύπης, κραυγές πόνου, αγωνίας, απελπισίας. Στο χέρι σου θα δεις μαυρίλες από μπαρούτι, κομμάτια από σφαίρες. Θα δεις στάχτη από φωτιές και σκόνη από γκρεμισμένα σπίτια. Θα δεις αίμα από πληγές που πλέον έχουν κλείσει. Στο σώμα, γιατί στο μυαλό έχουν μείνει τα σημάδια τους. Στην καρδιά έχουν μείνει οι ραφές που προσπαθούν να τις κρατήσουν κλειστές. Στην ψυχή ακόμη τρέχει αίμα. Και δάκρυα. Δάκρυα παιδιών που έχασαν τους γονείς τους. Δάκρυα μανάδων που είδαν τα παιδιά τους να πέφτουν νεκρά στο χώμα. Και ιδρώτας. Ιδρώτας των ανθρώπων που πάλεψαν να χτίσουν αυτή την πόλη από το μηδέν. Μια πόλη που την χάσανε σε μία μέρα. Που φεύγοντας κοίταξαν πίσω τους για τελευταία φορά. Αλλά ο ουρανός δεν ήταν πια γαλάζιος. Ήταν γκρίζος. Τα δέντρα δεν ήταν πράσινα αλλά μαύρα. Κι η άμμος είχε μετατραπεί από χρυσάφι σε στάχτη. Μόνο η θάλασσα είχε παραμείνει γαλάζια. Ακόμη και μέχρι σήμερα. Αλλά δεν είναι πια γεμάτη με νερό. Είναι γεμάτη μόνο με δάκρυα. Κι ο θόρυβος που βγαίνει από τον αφρό των κυμμάτων είναι θρήνος. Ο θρήνος των ψυχών που είναι βυθισμένες στη θάλασσα αυτή και σαν μισοπνιγμένος ναυαγός περιμένουν τη μέρα που θα τις ξεβράσει το κύμα…

Σχολιάστε